Keksintö στα ελληνικά
Μετάφραση: keksintö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καινοτομία, σχεδιασμός, εφεύρεση, ανακάλυψη, σύλληψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- keksijä στα ελληνικά - εφευρέτης, εφευρέτη
- keksiminen στα ελληνικά - ανακάλυψη, καινοτομία, έλευση, σχεδιασμός, ερχομός, σύλληψη, εφεύρεση, ...
- keksiä στα ελληνικά - κατασκευάζω, εφευρίσκω, διατυπώνω, επινοώ, ανακαλύπτω, εφεύρει, εφεύρουν, ...
- kekäle στα ελληνικά - μάρκα, σφραγίδα, στιγματίζω, δάδα, δαυλός, firebrand, δαυλό, ...
Τυχαίες λέξεις
Keksintö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καινοτομία, σχεδιασμός, εφεύρεση, ανακάλυψη, σύλληψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
Μεταφράσεις: καινοτομία, σχεδιασμός, εφεύρεση, ανακάλυψη, σύλληψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη