Lävistää στα ελληνικά
Μετάφραση: lävistää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπερνώ, διατρυπώ, διάτρητος, διάτρητο, διάτρητου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lävistys στα ελληνικά - διαπεραστικός, διάτρηση, διάτρησης, διατρήσεως, διατρήσεων, διάτρηση του
- lävistäjä στα ελληνικά - διαγώνιος, διαγώνια, διαγώνιο, διαγωνίου, διαγώνιες
- läähättää στα ελληνικά - λαχανιάζω, αγκομαχώ, ασθμαίνω, τολύπη, σηκώνω, ανύψωση, ανώθησης, ...
- lääke στα ελληνικά - φαρμακευτικός, φάρμακο, αλατίζω, θεραπεύω, καπνίζω, παστώνω, ναρκωτικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Lävistää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπερνώ, διατρυπώ, διάτρητος, διάτρητο, διάτρητου
Μεταφράσεις: διαπερνώ, διατρυπώ, διάτρητος, διάτρητο, διάτρητου