Meininki στα ελληνικά
Μετάφραση: meininki, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνεύμα, νέο, νέα, νέων, νέες, νέου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- meikki στα ελληνικά - μακιγιάζ, makeup, το μακιγιάζ, καθρέφτη μακιγιάζ, μακιγιάζ των
- meillä στα ελληνικά - εμείς, έχουμε, πρέπει, που έχουμε, έχουμε εμείς, που έχουμε εμείς
- mekaaninen στα ελληνικά - μηχανικός, μηχανική, μηχανικές, μηχανικά, μηχανικό
- mekanismi στα ελληνικά - μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού, ο μηχανισμός, του μηχανισμού
Τυχαίες λέξεις
Meininki στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνεύμα, νέο, νέα, νέων, νέες, νέου
Μεταφράσεις: πνεύμα, νέο, νέα, νέων, νέες, νέου