Pino στα ελληνικά
Μετάφραση: pino, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωρός, ανάχωμα, στοίβα, στοιβάδα, στοιβάζω, καπνοδόχος, στοίβας, stack
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pinnistää στα ελληνικά - προσπαθώ, πασχίζω, φτάνω, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, ...
- pinnoittaa στα ελληνικά - ξαφρίζω, ξανακαλουπώσει, αναπλάσει, διαπλάσει, να ξανακαλουπώσει
- pinota στα ελληνικά - απονέμω, μοιράζω, τρικλίζω, διανέμω, σωρός, καπνοδόχος, στοίβα, ...
- pinta στα ελληνικά - αναδύομαι, επιφάνεια, περιφέρεια, επιφάνειας, επιφανείας, επιφάνεια του, επιφανειακή
Τυχαίες λέξεις
Pino στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωρός, ανάχωμα, στοίβα, στοιβάδα, στοιβάζω, καπνοδόχος, στοίβας, stack
Μεταφράσεις: σωρός, ανάχωμα, στοίβα, στοιβάδα, στοιβάζω, καπνοδόχος, στοίβας, stack