Rynnistää στα ελληνικά
Μετάφραση: rynnistää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντρίβω, ραντίζω, επιδρομή, επιτίθεμαι, επίθεση, τρέχω, ανάβλυση, τόνωση των πωλήσεών, απότομη και γρήγορη, φορτσάρω, αναβλύζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- almu στα ελληνικά - φιλανθρωπία, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, φιλανθρωπική οργάνωση
- edellytys στα ελληνικά - προαπαιτούμενο, προϋπόθεση, απαραίτητη προϋπόθεση, προϋπόθεση για, αποτελεί προϋπόθεση
- kaivoskaasu στα ελληνικά - υγρός, νωπός, το εκρηκτικό αέριο, της περιεκτικότητας σε μεθάνιο, το εκρηκτικό αέριο ορυχείων, εκρηκτικό αέριο ορυχείων, εκρηκτικά αέρια ανθρακωρυχείου
- kallistuminen στα ελληνικά - ροπή, τάση, αυξημένο κόστος, αύξηση του κόστους, αυξημένου κόστους, αυξανόμενο κόστος, αύξησης του κόστους
Τυχαίες λέξεις
Rynnistää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντρίβω, ραντίζω, επιδρομή, επιτίθεμαι, επίθεση, τρέχω, ανάβλυση, τόνωση των πωλήσεών, απότομη και γρήγορη, φορτσάρω, αναβλύζω
Μεταφράσεις: συντρίβω, ραντίζω, επιδρομή, επιτίθεμαι, επίθεση, τρέχω, ανάβλυση, τόνωση των πωλήσεών, απότομη και γρήγορη, φορτσάρω, αναβλύζω