Tyhjiö στα ελληνικά
Μετάφραση: tyhjiö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενό, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kaunopuheisuus στα ελληνικά - ευγλωττία, την ευγλωττία, ευφράδεια, ευγλωττίας, γλαφυρότητα
- paine στα ελληνικά - πίεση, καταπίεση, καταδυνάστευση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του
- palkka στα ελληνικά - μισθός, αποδοχές, πληρωμή, απολαβές, πληρώνω, ημερομίσθιο, μισθών, ...
- pikkuinen στα ελληνικά - μικροσκοπικός, νάνος, τοσοδούλης, υποκοριστικός, ο μικρός, ο μικρός το
Τυχαίες λέξεις
Tyhjiö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενό, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για
Μεταφράσεις: κενό, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για