Väärentää στα ελληνικά
Μετάφραση: väärentää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλάζω, παραποιώ, μετατρέπω, κάλπικος, πλαστός, κίβδηλος, τροποποιώ, σιδηρουργείο, σφυρηλατήσει, δημιουργήσουν, σφυρηλατήσουν, σφυρηλατήσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hermo στα ελληνικά - νεύρο, νεύρου, νεύρων, νευρικών, νευρικά
- häiskä στα ελληνικά - άντρας, παιδί, συνάδελφος, τύπος
- kyllä στα ελληνικά - ναι, πράγματι, ναί, Ναι, yes
- mittausmenetelmä στα ελληνικά - μετρικός, μέθοδος μέτρησης, μέθοδος μετρήσεως, μέθοδο μέτρησης, μεθόδου μέτρησης, μέθοδος μέτρησης βασίζεται
Τυχαίες λέξεις
Väärentää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλάζω, παραποιώ, μετατρέπω, κάλπικος, πλαστός, κίβδηλος, τροποποιώ, σιδηρουργείο, σφυρηλατήσει, δημιουργήσουν, σφυρηλατήσουν, σφυρηλατήσουμε
Μεταφράσεις: αλλάζω, παραποιώ, μετατρέπω, κάλπικος, πλαστός, κίβδηλος, τροποποιώ, σιδηρουργείο, σφυρηλατήσει, δημιουργήσουν, σφυρηλατήσουν, σφυρηλατήσουμε