Δύναμη in english
Translation: δύναμη, Dictionary: greek » english
Source language:
greek
Target language:
english
Translations:
force, power, might, strength, force of
Related words
Synonyms & Translations: δύναμη
vim
- δύναμη
- σθένος
- ζωτικότης
- ζωτικότητα
- μυϊκή ρώμη
- μυς
- δύναμη
- δύναμη
- ζόρι
- ισχύς
- βία
- δύναμη
- κραταιότης
- κραταιότητα
- ισχύς
- εξουσία
- δύναμη
- ισχύς
- ενέργεια
- μυώνες
- δύναμη
- νεύρα
- σθένος
- σφρίγος
- ενεργητικότητα
- ρώμη
- δύναμη
- ακμαιότητα
- σθένος
- σφρίγος
- ενεργητικότητα
- ρώμη
- δύναμη
- ακμαιότητα
- αρετή
- υπεροχή
- δύναμη
- σχολή
- ικανότητα
- δύναμη
- ιδιότητα
- καθηγητικό σώμα
- δραστικότητα
- δύναμη
- σεξουαλική ικανότητα
- εργατικό δυναμικό
- δύναμη
- αριθμός ανδρών
- δύναμη
- ισχύς
- στερεότητα
- ρώμη
- στερεότης
- σθένος
- ουσία
- δύναμη
- δύναμη
- ευρωστία
- δύναμη
- στερεότητα
- ρώμη
- δύναμη
- στερεότης
- αντοχή
- σθεναρότητα
- σθεναρότης
- δύναμη
Translations
- δόρυ in english - spear, pike, a spear, lance, his spear
- δότης in english - donor, giver, donor is, a donor, the donor
- δύση in english - west, setting, sunset, the west, Western
- δύσκαμπτος in english - stilted, stiff, rigid, cumbersome, inflexible
Random words
Δύναμη in english - Dictionary: greek » english
Translations: force, power, might, strength, force of
Translations: force, power, might, strength, force of