Ομοφυλόφιλος in english
Translation: ομοφυλόφιλος, Dictionary: greek » english
Source language:
greek
Target language:
english
Translations:
gay, homosexual, poof, homo, fagot
![Ομοφυλόφιλος in english Ομοφυλόφιλος in english](https://www.dictionaries24.com/images/en-gr-en-6133.png)
Related words
Synonyms & Translations: ομοφυλόφιλος
fag
- πούστης
- ομοφυλόφιλος
- δούλος
- υπηρέτης
- αρσενοκοίτης
- ομοφυλόφιλος
- παιδεραστής
- αρσενοκοίτης
- πούστης
- ομοφυλόφιλος
- αρσενοκοίτης
- πούστης
- αρσενοκοίτης
- ομοφυλόφιλος
- πούστης
- αδελφή
- πούστης
- σουτζουκάκι
- ομοφυλόφιλος
- δεμάτι ξύλα
- δέσμη ξύλων ή ράβδων
- αρσενοκοίτης
- νεράιδα
- ομοφυλόφιλος
- αρσενοκοίτης
- πούστης
- παιδεραστής
- θηλυπρεπής ανήρ
- ομοφυλόφιλος
- αρσενοκοίτης
- βασίλισσα
- ομοφυλόφιλος
- αρσενοκοίτης
- ομοφυλόφιλος
- αρσενοκοίτης
- πούστης
- παιδεραστής
- παιδεραστής
- παραπληρών
- ομοφυλόφιλος
- αρσενοκοίτης
- πούστης
- σουτζουκάκι
- ομοφυλόφιλος
- δεμάτι ξύλα
- δέσμη ξύλων ή ράβδων
- αρσενοκοίτης
- αρσενοκοίτης
- ομοφυλόφιλος
- πούστης
- ομοφυλόφιλος
- ομοφυλόφιλος
- αρσενοκοίτης
- ελκυομένος από το ίδιο φύλο
- φιλομόφυλος
Translations
- ομοσπονδιακός in english - federal, a federal, the federal
- ομοφυλοφιλία in english - homosexuality, homosexual, of homosexuality, homosexuality is
- ομοφωνία in english - consensus, unanimity, unanimously, unanimous, unanimity is
- ομπρέλα in english - umbrella, an umbrella, parasol, umbrella of, beach umbrella
Random words
Ομοφυλόφιλος in english - Dictionary: greek » english
Translations: gay, homosexual, poof, homo, fagot
Translations: gay, homosexual, poof, homo, fagot