Ομοφυλόφιλος in english

Translation: ομοφυλόφιλος, Dictionary: greek » english

Source language:
greek
Target language:
english
Translations:
gay, homosexual, poof, homo, fagot
Ομοφυλόφιλος in english
Related words

Synonyms & Translations: ομοφυλόφιλος

fag
  • πούστης
  • ομοφυλόφιλος
  • δούλος
  • υπηρέτης
  • αρσενοκοίτης
gay
  • ομοφυλόφιλος
  • παιδεραστής
  • αρσενοκοίτης
  • πούστης
homo
  • ομοφυλόφιλος
  • αρσενοκοίτης
  • πούστης
poof
  • αρσενοκοίτης
  • ομοφυλόφιλος
  • πούστης
  • αδελφή
fagot
  • πούστης
  • σουτζουκάκι
  • ομοφυλόφιλος
  • δεμάτι ξύλα
  • δέσμη ξύλων ή ράβδων
  • αρσενοκοίτης
fairy
  • νεράιδα
  • ομοφυλόφιλος
  • αρσενοκοίτης
  • πούστης
  • παιδεραστής
nancy
  • θηλυπρεπής ανήρ
  • ομοφυλόφιλος
  • αρσενοκοίτης
queen
  • βασίλισσα
  • ομοφυλόφιλος
  • αρσενοκοίτης
queer
  • ομοφυλόφιλος
  • αρσενοκοίτης
  • πούστης
  • παιδεραστής
raver
  • παιδεραστής
  • παραπληρών
  • ομοφυλόφιλος
  • αρσενοκοίτης
faggot
  • πούστης
  • σουτζουκάκι
  • ομοφυλόφιλος
  • δεμάτι ξύλα
  • δέσμη ξύλων ή ράβδων
  • αρσενοκοίτης
invert
  • αρσενοκοίτης
  • ομοφυλόφιλος
poofter
  • πούστης
  • ομοφυλόφιλος
homosexual
  • ομοφυλόφιλος
  • αρσενοκοίτης
  • ελκυομένος από το ίδιο φύλο
  • φιλομόφυλος

Translations

  • ομοσπονδιακός in english - federal, a federal, the federal
  • ομοφυλοφιλία in english - homosexuality, homosexual, of homosexuality, homosexuality is
  • ομοφωνία in english - consensus, unanimity, unanimously, unanimous, unanimity is
  • ομπρέλα in english - umbrella, an umbrella, parasol, umbrella of, beach umbrella
Random words
Ομοφυλόφιλος in english - Dictionary: greek » english
Translations: gay, homosexual, poof, homo, fagot