Diskriminirati na grčkom
Prijevod: diskriminirati, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, κάνουν διακρίσεις
Drugi jezici
Povezane riječi: diskriminirati
diskriminirati rječnik grčki, diskriminirati na grčkom
Prijevodi
- diskretan na grčkom - εχέμυθος, διακριτικός, διακριτική, διακριτικό, διακριτικής, διακριτικά
- diskriminaciju na grčkom - διακρίσεις, διάκριση, διακρίσεων, των διακρίσεων, διάκρισης
- diskurs na grčkom - ομιλία, λόγου, λόγο, λόγος, συζήτηση
- diskusija na grčkom - συνομιλία, συζήτηση, συζήτησης, συζητήσεις, συζητήσεων, τη συζήτηση
Nasumične riječi
Diskriminirati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, κάνουν διακρίσεις
Prijevodi: διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, κάνουν διακρίσεις