Doseći na grčkom

Prijevod: doseći, Rječnik: hrvatski » grčki

Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
απολαβή, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
Doseći na grčkom
Povezane riječi
Drugi jezici

Povezane riječi: doseći

doseći dosegnuti, doseći rječnik grčki, doseći na grčkom

Prijevodi

  • dosađivati na grčkom - αχλή, ενοχλώ, καταχνιά, στοιχειώνω, τριβελίζω, εξαντλώ, καταδιώκω, ...
  • doseljenik na grčkom - μετανάστης, μεταναστών, των μεταναστών, μετανάστες, μετανάστη
  • dosjetka na grčkom - αστείο, πνεύμα, πυροβολισμός, σκάγια, σκέρτσο, πυροβόλησα, πυροβολώ, ...
  • dosjetljiv na grčkom - πνευματώδης, σπιρτόζος, επινοητικός, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, πνευματώδες
Nasumične riječi
Doseći na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: απολαβή, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει