Dosjetka na grčkom
Prijevod: dosjetka, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
αστείο, πνεύμα, πυροβολισμός, σκάγια, σκέρτσο, πυροβόλησα, πυροβολώ, εξυπνάδα, ευφυολόγημα, ευφυολογία
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: dosjetka
dosjetka wikipedia, dosjetka ili, dosjetka i njen odnos prema nesvjesnom, dosjetka je, gaussova dosjetka, dosjetka rječnik grčki, dosjetka na grčkom
Prijevodi
- doseljenik na grčkom - μετανάστης, μεταναστών, των μεταναστών, μετανάστες, μετανάστη
- doseći na grčkom - απολαβή, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
- dosjetljiv na grčkom - πνευματώδης, σπιρτόζος, επινοητικός, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, πνευματώδες
- dosljedan na grčkom - σταθερός, διαδοχικός, συνεπής, κυριολεκτικός, συνεπή, συνάδει, συνεπείς, ...
Nasumične riječi
Dosjetka na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: αστείο, πνεύμα, πυροβολισμός, σκάγια, σκέρτσο, πυροβόλησα, πυροβολώ, εξυπνάδα, ευφυολόγημα, ευφυολογία
Prijevodi: αστείο, πνεύμα, πυροβολισμός, σκάγια, σκέρτσο, πυροβόλησα, πυροβολώ, εξυπνάδα, ευφυολόγημα, ευφυολογία