Dovesti na grčkom
Prijevod: dovesti, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
μειώνω, αναστηλώνω, περιορίζω, αποκαθιστώ, ανακτώ, ελαττώνω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: dovesti
dovesti muskarca do ludila, dovesti tijelo u formu, dovesti u pitanje english, dovesti kuću u red, dovesti tijelo do savrsenstva, dovesti rječnik grčki, dovesti na grčkom
Prijevodi
- dotrajalost na grčkom - κουράζω, κουράζομαι, ξεφτώ, τρίβω, ξέφτια
- doušnik na grčkom - σπιούνος, Sneak, έρπω, στην κρυφοκοιτάζει, πηγαίνω υπουλώς
- dovikivati na grčkom - κραυγή, φωνάζουν, φωνάζει, φωνάξει, πρόσταγμα
- dovitljiv na grčkom - τετραπέρατος, ανήσυχος, πανέξυπνος, επινοητικός, έχων ετοιμότητα πνεύματος, έξυπνος, το έξυπνο
Nasumične riječi
Dovesti na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: μειώνω, αναστηλώνω, περιορίζω, αποκαθιστώ, ανακτώ, ελαττώνω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Prijevodi: μειώνω, αναστηλώνω, περιορίζω, αποκαθιστώ, ανακτώ, ελαττώνω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί