Dovitljiv na grčkom
Prijevod: dovitljiv, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
τετραπέρατος, ανήσυχος, πανέξυπνος, επινοητικός, έχων ετοιμότητα πνεύματος, έξυπνος, το έξυπνο
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: dovitljiv
dovitljiv def, dovitljiv značenje, dovitljiv znaci, dovitljiv rječnik grčki, dovitljiv na grčkom
Prijevodi
- dovesti na grčkom - μειώνω, αναστηλώνω, περιορίζω, αποκαθιστώ, ανακτώ, ελαττώνω, οδηγήσουν, ...
- dovikivati na grčkom - κραυγή, φωνάζουν, φωνάζει, φωνάξει, πρόσταγμα
- dovitljivost na grčkom - πνεύμα, εξυπνάδα, σύνεση, καπατσοσύνη, μυαλό, οξύνεια, gumption
- dovodi na grčkom - ηγούμαι, μόλυβδος, λουρί, οδηγεί, καλώδια, απαγωγές, αγωγούς, ...
Nasumične riječi
Dovitljiv na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: τετραπέρατος, ανήσυχος, πανέξυπνος, επινοητικός, έχων ετοιμότητα πνεύματος, έξυπνος, το έξυπνο
Prijevodi: τετραπέρατος, ανήσυχος, πανέξυπνος, επινοητικός, έχων ετοιμότητα πνεύματος, έξυπνος, το έξυπνο