Drvodjelstvo na grčkom
Prijevod: drvodjelstvo, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
ξυλουργική, ξυλουργικών, επεξεργασίας ξύλου, κατεργασία του ξύλου, την κατεργασία του ξύλου
Drugi jezici
Povezane riječi: drvodjelstvo
drvodjelstvo knjiga, drvodjelstvo eremut, drvodjelstvo rječnik grčki, drvodjelstvo na grčkom
Prijevodi
- drvodjelac na grčkom - μαραγκός, ξυλουργός, Carpenter, ξυλουργού, ξυλουργό
- drvodjelja na grčkom - μαραγκός, ξυλουργός, Carpenter, ξυλουργού, ξυλουργό
- drvored na grčkom - σοκάκι, πάροδος, λεωφόρος, δρομάκι, αίθουσα, αλέα, alley
- drvorez na grčkom - ξυλογραφία, ξυλόγλυπτο, ξυλόγλυπτα, ξυλογραφίας, ξυλόγλυπτη
Nasumične riječi
Drvodjelstvo na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: ξυλουργική, ξυλουργικών, επεξεργασίας ξύλου, κατεργασία του ξύλου, την κατεργασία του ξύλου
Prijevodi: ξυλουργική, ξυλουργικών, επεξεργασίας ξύλου, κατεργασία του ξύλου, την κατεργασία του ξύλου