Izdvojen na grčkom
Prijevod: izdvojen, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
απόκεντρος, ψυχρός, απόμακρος, απομακρυσμένος, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: izdvojen
izdvojen engleski, izdvojeni na engleskom, izdvojen pogon, izdvojen rječnik grčki, izdvojen na grčkom
Prijevodi
- izdvaja na grčkom - κατανεμηθεί, διατεθεί, διατίθενται, κατανέμονται, κατανέμεται
- izdvajanje na grčkom - εχεμύθεια, μυστικότητα, διαχωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, του διαχωρισμού, το διαχωρισμό
- izdvojenost na grčkom - αποκόλληση, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλλησης, απόσπασης
- izdvojiti na grčkom - αποσπώ, διαχωρίζω, λιχνίζω, απομονώνω, εκχύλισμα, αποσύρομαι, ξεχωρίζουν, ...
Nasumične riječi
Izdvojen na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: απόκεντρος, ψυχρός, απόμακρος, απομακρυσμένος, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί
Prijevodi: απόκεντρος, ψυχρός, απόμακρος, απομακρυσμένος, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί