Izvršiti na grčkom

Prijevod: izvršiti, Rječnik: hrvatski » grčki

Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
δεσμεύω, υλοποιώ, εργαλείο, διαπράττω, όργανο, κάνω, εκτελώ, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
Izvršiti na grčkom
Povezane riječi
Drugi jezici

Povezane riječi: izvršiti

izvršiti eng, izvršiti uvid, izvršiti uvid engleski, izvršiti engleski, izvršiti plaćanje, izvršiti rječnik grčki, izvršiti na grčkom

Prijevodi

  • izvršenje na grčkom - εκτέλεση, εκτέλεσης, την εκτέλεση, εκτέλεσή, υλοποίηση
  • izvršilac na grčkom - μεσίτης, πράκτορας, παράγων, δράστης, δράστη, αυτουργός, θύτη, ...
  • izvršni na grčkom - εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστικών, εκτελεστικά, εκτελεστική
  • izvući na grčkom - τραβώ, αποσπώ, επιφέρω, βγάζω, ζωγραφίζω, επισύρω, έλκω, ...
Nasumične riječi
Izvršiti na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: δεσμεύω, υλοποιώ, εργαλείο, διαπράττω, όργανο, κάνω, εκτελώ, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση