Ljepilo na grčkom
Prijevod: ljepilo, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
τσιμέντο, κόλλα, λάσπη, μπετό, στόκος, κολλώ, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: ljepilo
ljepilo za drvo, ljepilo u spreju, ljepilo za pločice cijena, ljepilo za parket, ljepilo za gumu, ljepilo rječnik grčki, ljepilo na grčkom
Prijevodi
- ljenčina na grčkom - τεμπέλης, τεμπέληδες, τεμπέλης για, τεμπέλικο, lazy
- ljepenka na grčkom - χαρτόνι, χαρτόνια, από χαρτόνι, Χάρτινο, χαρτονιού
- ljepljiv na grčkom - κολλητικός, κολλώδης, προσκόλληση, κολλώδη, κολλώδες, κολλώδεις, αυτοκόλλητες
- ljepljivost na grčkom - κολλώδες, κολλητικότητα, κολλώδους, κολλητικότητας, κολλητικότητος
Nasumične riječi
Ljepilo na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: τσιμέντο, κόλλα, λάσπη, μπετό, στόκος, κολλώ, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα
Prijevodi: τσιμέντο, κόλλα, λάσπη, μπετό, στόκος, κολλώ, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα