Nadmašivati na grčkom
Prijevod: nadmašivati, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
διαπρέπω, υπερακοντίζω, υπερτερώ
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: nadmašivati
nadmašivati rječnik grčki, nadmašivati na grčkom
Prijevodi
- nadležnošću na grčkom - ευθύνη, δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
- nadmašiti na grčkom - υπερακοντίζω, περνώ, ξεπερνώ, διαπρέπω, υπερβαίνω, ξεπεράσει, ξεπεράσουν, ...
- nadmen na grčkom - ηχηρός, τυραννικός, αυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, κυριαρχική
- nadmenost na grčkom - περιφρόνηση, περιφρόνησή, την περιφρόνησή, την περιφρόνηση, απαξίωση
Nasumične riječi
Nadmašivati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: διαπρέπω, υπερακοντίζω, υπερτερώ
Prijevodi: διαπρέπω, υπερακοντίζω, υπερτερώ