Odlučujući na grčkom

Prijevod: odlučujući, Rječnik: hrvatski » grčki

Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
πειστικός, αδιαμφισβήτητος, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Odlučujući na grčkom
Povezane riječi
Drugi jezici

Povezane riječi: odlučujući

odlučujući po žalbi, odlučujući trenutak, odlučujući organ vlasti u srednjovjekovnoj bosni bio je, odlučujući trenutak 2012, odlučujući trenutak 2013, odlučujući rječnik grčki, odlučujući na grčkom

Prijevodi

  • odlučnost na grčkom - αποφασιστικότητα, απόφαση, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
  • odlučuje na grčkom - αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίσει να
  • odmah na grčkom - ίσιος, αμέσως, ευθύς, άμεσα, άμεση, πάραυτα
  • odmakao na grčkom - προχωρημένος, προς τα εμπρός, και μετά, εμπρός, την περαιτέρω, τα εμπρός
Nasumične riječi
Odlučujući na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: πειστικός, αδιαμφισβήτητος, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό