Ograničavati na grčkom

Prijevod: ograničavati, Rječnik: hrvatski » grčki

Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Ograničavati na grčkom
Povezane riječi
Drugi jezici

Povezane riječi: ograničavati

ograničavati eng, ograničavati rječnik grčki, ograničavati na grčkom

Prijevodi

  • ogranaka na grčkom - σπιρούνι, κεντρίζω, σπιρουνίζω, παρακινώ, υποκαταστήματα, υποκαταστημάτων, κλαδιά, ...
  • ograničavanje na grčkom - περιορίζω, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
  • ograničen na grčkom - πεπερασμένος, περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης
  • ograničenje na grčkom - περιορισμός, περιστολή, φραγμός, πρόκριση, τσιγκουνεύομαι, εξαναγκασμός, συστολή, ...
Nasumične riječi
Ograničavati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας