Optužen na grčkom
Prijevod: optužen, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
εξοικειώνομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, χρεώνεται, φορτισμένη, χρεώνονται, χρεωθεί, φορτισμένα
Drugi jezici
Povezane riječi: optužen
optužen jozo kalem, optužen bez dokaza, linić optužen, kirin optužen, vlahušić optužen, optužen rječnik grčki, optužen na grčkom
Prijevodi
- optočiti na grčkom - βουνό, όρος, βάση, mount, Άγιον
- optužba na grčkom - κατήγορος, αιτιατική, κατηγορία, κατηγορίας, καταγγελία, αιτίαση, την κατηγορία
- optužena na grčkom - εξοικειώνω, συνηθίζω, εξοικειώνομαι, κατηγορούμενος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, ...
- optuženi na grčkom - καταδικάζω, κατάδικος, κατηγορούμενος, εναγόμενος, καθής, καθού, εναγόμενο
Nasumične riječi
Optužen na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: εξοικειώνομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, χρεώνεται, φορτισμένη, χρεώνονται, χρεωθεί, φορτισμένα
Prijevodi: εξοικειώνομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, χρεώνεται, φορτισμένη, χρεώνονται, χρεωθεί, φορτισμένα