Opunomoćen na grčkom
Prijevod: opunomoćen, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
Drugi jezici
Povezane riječi: opunomoćen
opunomoćen rječnik grčki, opunomoćen na grčkom
Prijevodi
- optuživanje na grčkom - καταγγελία, κατηγορώ, ευθύνη, μομφή, φταίξιμο, υπαιτιότητας
- optužnica na grčkom - αιτιατική, κατηγορητήριο, κατηγορητηρίου, απαγγελία κατηγορίας, μήνυση, δίωξη
- opunomoćenik na grčkom - συνήγορος, παραγγελιοδόχος, εντολοδόχος, έμπιστος, προς τον οποίον δίνεται εγγύηση, λήπτης της εγγύησης, Εγγύηση, ...
- opunomoćiti na grčkom - φανελάκι, φανέλα, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, ...
Nasumične riječi
Opunomoćen na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
Prijevodi: εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί