Opunomoćiti na grčkom
Prijevod: opunomoćiti, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
φανελάκι, φανέλα, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Drugi jezici
Povezane riječi: opunomoćiti
opunomoćiti rječnik grčki, opunomoćiti na grčkom
Prijevodi
- opunomoćen na grčkom - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
- opunomoćenik na grčkom - συνήγορος, παραγγελιοδόχος, εντολοδόχος, έμπιστος, προς τον οποίον δίνεται εγγύηση, λήπτης της εγγύησης, Εγγύηση, ...
- opustiti na grčkom - μετακομίζω, χαλαρώστε, χαλάρωση, να χαλαρώσετε, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
- opustošiti na grčkom - υπερβαίνω, ερημώνω, ρημάζω, καταστρέφω, καταστρέψει, να καταστρέψει, αφανίσει
Nasumične riječi
Opunomoćiti na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: φανελάκι, φανέλα, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Prijevodi: φανελάκι, φανέλα, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν