Osuđen na grčkom
Prijevod: osuđen, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
καταδικασμένος, καταδικάστηκε, καταδικάστηκαν, καταδικαστεί, καταδίκασε, καταδικασθεί
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: osuđen
osuđen čačić, osuđen ivo sanader, osuđen na godina sto, osuđen general kruljac, osuđen sanader, osuđen rječnik grčki, osuđen na grčkom
Prijevodi
- osumnjičiti na grčkom - υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
- osuvremeniti na grčkom - εκσυγχρονισμό, τον εκσυγχρονισμό, εκσυγχρονίσει, εκσυγχρονισμό των, εκσυγχρονίσουν
- osuđivati na grčkom - αποδοκιμάζω, κατακρίνω, αποδοκιμάζουν, αποδοκιμάσει, υποτιμήσει
- osuđuje na grčkom - καταδικάζω, πρόταση, καταδίκη, καταδικάζει, εαυτή, εαυτή και, καταδικάζει τη, ...
Nasumične riječi
Osuđen na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: καταδικασμένος, καταδικάστηκε, καταδικάστηκαν, καταδικαστεί, καταδίκασε, καταδικασθεί
Prijevodi: καταδικασμένος, καταδικάστηκε, καταδικάστηκαν, καταδικαστεί, καταδίκασε, καταδικασθεί