Osuđivati na grčkom
Prijevod: osuđivati, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
αποδοκιμάζω, κατακρίνω, αποδοκιμάζουν, αποδοκιμάσει, υποτιμήσει
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: osuđivati
osuđivati wikipedia, osuđivati rječnik grčki, osuđivati na grčkom
Prijevodi
- osuvremeniti na grčkom - εκσυγχρονισμό, τον εκσυγχρονισμό, εκσυγχρονίσει, εκσυγχρονισμό των, εκσυγχρονίσουν
- osuđen na grčkom - καταδικασμένος, καταδικάστηκε, καταδικάστηκαν, καταδικαστεί, καταδίκασε, καταδικασθεί
- osuđuje na grčkom - καταδικάζω, πρόταση, καταδίκη, καταδικάζει, εαυτή, εαυτή και, καταδικάζει τη, ...
- osušen na grčkom - καυτερός, φλογισμένος, αποξηραμένα, ξηρά, ξηραίνεται, ξηράνθηκαν, ξηραίνονται
Nasumične riječi
Osuđivati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: αποδοκιμάζω, κατακρίνω, αποδοκιμάζουν, αποδοκιμάσει, υποτιμήσει
Prijevodi: αποδοκιμάζω, κατακρίνω, αποδοκιμάζουν, αποδοκιμάσει, υποτιμήσει