Osujetiti na grčkom
Prijevod: osujetiti, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, ματαιώσει, ανατρέψει, εμποδίσουν, εμποδίσει, ανατρέψουν
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: osujetiti
osujetiti sinonim, osujetiti značenje, osujetiti znači, osujetiti rječnik grčki, osujetiti na grčkom
Prijevodi
- osuda na grčkom - κατακρίνω, πεποίθηση, αποδοκιμασία, ψέγω, μέμψη, καταδίκη, πεποίθησή, ...
- osuditi na grčkom - καταδικάζω, δεκάρα, βλασφημία, καταραμένο, βλασφημίας, γαμώτο
- osumnjičenik na grčkom - υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
- osumnjičiti na grčkom - υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Nasumične riječi
Osujetiti na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, ματαιώσει, ανατρέψει, εμποδίσουν, εμποδίσει, ανατρέψουν
Prijevodi: εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, ματαιώσει, ανατρέψει, εμποδίσουν, εμποδίσει, ανατρέψουν