Ovlašćivanje na grčkom
Prijevod: ovlašćivanje, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
Διαπίστευση, Διαπίστευσης, Πιστοποίησης, Η διαπίστευση, διαπίστευση στο
Drugi jezici
Povezane riječi: ovlašćivanje
ovlašćivanje laboratorija, ovlašćivanje rječnik grčki, ovlašćivanje na grčkom
Prijevodi
- ovlaštenik na grčkom - συνήγορος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, εξουσιοδοτημένου, εγκεκριμένων, εξουσιοδοτημένους
- ovlaštenje na grčkom - εντολή, παραγγελιοδόχος, εντολής, την εντολή, θητείας, θητεία
- ovlažiti na grčkom - νωπός, δρόσος, υγρός, υγραίνω, υγράνετε, βρέξτε, υγραίνεται, ...
- ovratnik na grčkom - λουρί, κολάρο, γιακάς, περιλαίμιο, γιακά, κολλάρο, κολάρου
Nasumične riječi
Ovlašćivanje na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: Διαπίστευση, Διαπίστευσης, Πιστοποίησης, Η διαπίστευση, διαπίστευση στο
Prijevodi: Διαπίστευση, Διαπίστευσης, Πιστοποίησης, Η διαπίστευση, διαπίστευση στο