Ovlaštenik na grčkom

Prijevod: ovlaštenik, Rječnik: hrvatski » grčki

Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
συνήγορος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, εξουσιοδοτημένου, εγκεκριμένων, εξουσιοδοτημένους
Ovlaštenik na grčkom
Povezane riječi
Drugi jezici

Povezane riječi: ovlaštenik

ovlaštenik prava lova, ovlaštenik ribolovnog prava, ovlaštenik za zaštitu okoliša, ovlaštenik na poslovnom udjelu, ovlaštenik prava na informaciju, ovlaštenik rječnik grčki, ovlaštenik na grčkom

Prijevodi

  • ovlastiti na grčkom - επιδοκιμάζω, εγκρίνω, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, ...
  • ovlašten na grčkom - τιτλοφορώ, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
  • ovlaštenje na grčkom - εντολή, παραγγελιοδόχος, εντολής, την εντολή, θητείας, θητεία
  • ovlašćivanje na grčkom - Διαπίστευση, Διαπίστευσης, Πιστοποίησης, Η διαπίστευση, διαπίστευση στο
Nasumične riječi
Ovlaštenik na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: συνήγορος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, εξουσιοδοτημένου, εγκεκριμένων, εξουσιοδοτημένους