Ovlast na grčkom
Prijevod: ovlast, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
δύναμη, αρμοδιότητα, ένταλμα, κύρος, εξουσία, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: ovlast
javna ovlast, ovlast eng, ovlast za zastupanje i sudjelovanje u postupku javnog otvaranja ponuda, ovlast pirotehničara, ovlast prokurista, ovlast rječnik grčki, ovlast na grčkom
Prijevodi
- ovjeriti na grčkom - κυρώνω, μαρτυρώ, πιστοποιώ, επαλήθευση, επαληθεύει, επαληθεύουν, επαληθεύσει, ...
- ovladati na grčkom - απασχολώ, απορροφώ, συντρίβω, πνίγω, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, ...
- ovlasti na grčkom - δύναμη, κύρος, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
- ovlastiti na grčkom - επιδοκιμάζω, εγκρίνω, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, ...
Nasumične riječi
Ovlast na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: δύναμη, αρμοδιότητα, ένταλμα, κύρος, εξουσία, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Prijevodi: δύναμη, αρμοδιότητα, ένταλμα, κύρος, εξουσία, ισχύς, ισχύος, ισχύ