Posjedovali na grčkom

Prijevod: posjedovali, Rječnik: hrvatski » grčki

Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
κατέχω, της], κατείχε, διέθετε, κατείχαν, κατοχή, διέθεταν
Posjedovali na grčkom
Povezane riječi
Drugi jezici

Povezane riječi: posjedovali

posjedovali rječnik grčki, posjedovali na grčkom

Prijevodi

  • posjednički na grčkom - ιδιόκτητο, ιδιόκτητα, ιδιοκτησιακό, ιδιόκτητη, βιομηχανικής ιδιοκτησίας
  • posjedom na grčkom - περιουσία, κτήμα, ακινήτων, ακινήτων στη, περιουσίας
  • posjedovanje na grčkom - κατοχή, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
  • posjedovati na grčkom - της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Nasumične riječi
Posjedovali na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: κατέχω, της], κατείχε, διέθετε, κατείχαν, κατοχή, διέθεταν