Preuveličavati na grčkom
Prijevod: preuveličavati, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
εξογκώνω, υπερβάλλω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: preuveličavati
preuveličavati rječnik grčki, preuveličavati na grčkom
Prijevodi
- preustrojstvo na grčkom - αναμόρφωση, ανάπλαση, ανάπλασης, αναμόρφωσης, μεταρρύθμιση
- preuveličati na grčkom - παραλέω, υπερβάλλω, μεγεθύνω, μεγεθύνετε, μεγέθυνση, μεγεθύνει, μεγεθύνουν
- preuzeti na grčkom - λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
- prevaga na grčkom - πείθω, ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, πιθανότητα, αποδόσεις, πιθανότητες, αποδόσεων, ...
Nasumične riječi
Preuveličavati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: εξογκώνω, υπερβάλλω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Prijevodi: εξογκώνω, υπερβάλλω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν