Primamljiv na grčkom
Prijevod: primamljiv, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
σαγηνευτικός, ελκυστικός, δελεαστικός, δελεαστική, γοητευτικό, σαγηνευτικό, σαγηνευτική
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: primamljiv
primamljiv rječnik grčki, primamljiv na grčkom
Prijevodi
- primalac na grčkom - παραλήπτης, εκκαθαριστής, παραλήπτη, αποδέκτη, δικαιούχος, δικαιούχο
- primamiti na grčkom - παρασύρω, δελεάζω, γοητεία, γοητείας, αίγλη, τη γοητεία
- primanje na grčkom - λαμβάνω, λήψη, απόδειξη, παραλαμβάνω, παραλαβή, λαμβάνει, τη λήψη, ...
- primarni na grčkom - πρωταρχικός, πρώτος, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Nasumične riječi
Primamljiv na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: σαγηνευτικός, ελκυστικός, δελεαστικός, δελεαστική, γοητευτικό, σαγηνευτικό, σαγηνευτική
Prijevodi: σαγηνευτικός, ελκυστικός, δελεαστικός, δελεαστική, γοητευτικό, σαγηνευτικό, σαγηνευτική