Prisvojiti na grčkom
Prijevod: prisvojiti, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
αποδέχομαι, υιοθετώ, τσέπη, σφετερίζομαι, προαγοράζω, προκατέχω, προκαταλάβει, προκαταλάβει τις, να προκαταλάβει
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: prisvojiti
prisvojiti prevod, prisvojiti i upravljati, nezakonito prisvojiti, prisvojiti na francuskom, prisvojiti english, prisvojiti rječnik grčki, prisvojiti na grčkom
Prijevodi
- prisutnost na grčkom - παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
- prisutnosti na grčkom - παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
- pritisak na grčkom - στραμπουλίζω, διηθώ, τεντώνω, ζόρι, πίεση, πίεσης, πιέσεως, ...
- pritiskivanje na grčkom - στρατολογία, ναυτολόγηση
Nasumične riječi
Prisvojiti na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: αποδέχομαι, υιοθετώ, τσέπη, σφετερίζομαι, προαγοράζω, προκατέχω, προκαταλάβει, προκαταλάβει τις, να προκαταλάβει
Prijevodi: αποδέχομαι, υιοθετώ, τσέπη, σφετερίζομαι, προαγοράζω, προκατέχω, προκαταλάβει, προκαταλάβει τις, να προκαταλάβει