Produžuje na grčkom

Prijevod: produžuje, Rječnik: hrvatski » grčki

Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
εκτείνομαι, επεκτείνω, εκτείνω, εκτείνεται, επεκτείνεται, επεκτείνει, παρατείνει, διευρύνει
Produžuje na grčkom
Povezane riječi
Drugi jezici

Povezane riječi: produžuje

produžuje ili produljuje, produžuje rječnik grčki, produžuje na grčkom

Prijevodi

  • produženje na grčkom - ανανέωση, παράταση, παράτασης, επιμήκυνση, την παράταση, η παράταση
  • produžiti na grčkom - επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
  • profesija na grčkom - κατάληψη, κατοχή, επάγγελμα, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
  • profesionalizacija na grčkom - επαγγελματοποίηση, επαγγελματοποίησης, επαγγελματισμό, επαγγελματικοποίηση, επαγγελματισμός
Nasumične riječi
Produžuje na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: εκτείνομαι, επεκτείνω, εκτείνω, εκτείνεται, επεκτείνεται, επεκτείνει, παρατείνει, διευρύνει