Prouzrokovati na grčkom
Prijevod: prouzrokovati, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
βάζω, προξενώ, σκοπός, τοποθετώ, προκαλώ, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: prouzrokovati
prouzrokovati translation, prouzrokovati menstruaciju, prouzrokovati ili prouzročiti, prouzrokovati rječnik grčki, prouzrokovati na grčkom
Prijevodi
- protuzakonitost na grčkom - παρανομία, ελλείψεως νομιμότητας, παράνομο, παρανομίας, έλλειψη νομιμότητας
- protuzrakoplovni na grčkom - αντιαεροπορικά, αντιαεροπορικό, αντιαεροπορικών, αντιαεροπορικές, αντιαεροπορικός
- proučavanje na grčkom - σπουδάζω, μελέτη, έρευνα, σπουδές, γραφείο, μελέτης, σπουδών, ...
- proučavati na grčkom - διαβάζω, μελέτη, μελέτης, σπουδών, έρευνα, της μελέτης
Nasumične riječi
Prouzrokovati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: βάζω, προξενώ, σκοπός, τοποθετώ, προκαλώ, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Prijevodi: βάζω, προξενώ, σκοπός, τοποθετώ, προκαλώ, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος