Punomoćan na grčkom
Prijevod: punomoćan, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
ένταλμα, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: punomoćan
punomoćan rječnik grčki, punomoćan na grčkom
Prijevodi
- punoljetan na grčkom - ενήλικος, ενήλικας, της, του, από, των
- punomoć na grčkom - εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας
- punomoćni na grčkom - επιτακτικός, η, το, ο, την, της
- punomoćnik na grčkom - συνήγορος, δικηγόρος, πληρεξούσιος, Εισαγγελέα, Εισαγγελέας, δικηγόρο
Nasumične riječi
Punomoćan na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: ένταλμα, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
Prijevodi: ένταλμα, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής