Svećenstvo na grčkom
Prijevod: svećenstvo, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
ιερατείο, υπουργείο, ιερωσύνη, ιεροσύνη, ιεροσύνης, της ιεροσύνης
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: svećenstvo
islamsko svećenstvo, ministerijalno svećenstvo, opće svećenstvo, kraljevsko svećenstvo, katoličko svećenstvo, svećenstvo rječnik grčki, svećenstvo na grčkom
Prijevodi
- svećenik na grčkom - εφημέριος, πάπισσα, ιερέας, καζάκα, υπάλληλος, υπουργός, πάπας, ...
- svećenički na grčkom - γραφειοκρατικός, ιερείς, ιερέων, οι ιερείς, τους ιερείς, παπάδες
- svečan na grčkom - πανήγυρη, τελετουργικός, εορτή, φιλάρεσκος, κομψός, Κομψά, Κομψά βραδινά, ...
- svečano na grčkom - ειλικρινά, σοβαρά, επίσημα, τελετουργικά, εθιμοτυπικά, πανηγυρικά, ιεροτελεστικά
Nasumične riječi
Svećenstvo na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: ιερατείο, υπουργείο, ιερωσύνη, ιεροσύνη, ιεροσύνης, της ιεροσύνης
Prijevodi: ιερατείο, υπουργείο, ιερωσύνη, ιεροσύνη, ιεροσύνης, της ιεροσύνης