Učestvovati na grčkom
Prijevod: učestvovati, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
βοηθώ, συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: učestvovati
učestvovati ili sudjelovati, učestvovati rječnik grčki, učestvovati na grčkom
Prijevodi
- učestalo na grčkom - συχνάζω, συχνά, συχνός, συχνότερα, συχνές, συχνότητα, τακτικά
- učestao na grčkom - συχνάζω, συχνός, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
- učešće na grčkom - συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, η συμμετοχή, της συμμετοχής
- uči na grčkom - μάθηση, μάθησης, εκμάθησης, εκμάθηση, εκπαίδευσης
Nasumične riječi
Učestvovati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: βοηθώ, συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει
Prijevodi: βοηθώ, συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει