Uškopljen na grčkom
Prijevod: uškopljen, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
ευνουχίζω, αποδυναμώσουν, αποδυναμώσει, αποδυναμώσει με κάθε τρόπο, ευνουχίσει
Drugi jezici
Povezane riječi: uškopljen
uškopljen rječnik grčki, uškopljen na grčkom
Prijevodi
- uš na grčkom - ψείρα, ψείρας, φθείρα, ψείρα του, χαλνώ
- uška na grčkom - αυτί, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
- ušni na grčkom - ωτικές, ωτική, ωτικών, ωτικής, ωτικό
- uštap na grčkom - ελαττώνομαι, παρακμή, μειούμαι, ελάττωση, κάμψη
Nasumične riječi
Uškopljen na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: ευνουχίζω, αποδυναμώσουν, αποδυναμώσει, αποδυναμώσει με κάθε τρόπο, ευνουχίσει
Prijevodi: ευνουχίζω, αποδυναμώσουν, αποδυναμώσει, αποδυναμώσει με κάθε τρόπο, ευνουχίσει