Umanjivati na grčkom
Prijevod: umanjivati, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
χειροτερεύω, παραβλάπτω, ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιηθεί
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: umanjivati
umanjivati rječnik grčki, umanjivati na grčkom
Prijevodi
- umanjenje na grčkom - έκπτωση, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
- umanjiti na grčkom - χειροτερεύω, αμβλύνω, ελαφρύνω, καταπραΰνω, μικραίνω, συρρικνώνομαι, μειώνομαι, ...
- umanjuje na grčkom - περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω, μειωμένος, μειωμένη, μειώνεται, μειωθεί, ...
- umekšati na grčkom - μαλακώνω, μαλάσσω, ξεθυμώνω, μαλακώσει, κατευνάσει, καλοπιάσω
Nasumične riječi
Umanjivati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: χειροτερεύω, παραβλάπτω, ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιηθεί
Prijevodi: χειροτερεύω, παραβλάπτω, ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιηθεί