Umjeren na grčkom
Prijevod: umjeren, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
ξεμέθυστος, εύκρατος, εγκρατής, πράος, ήπιος, νηφάλιος, μέτριος, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: umjeren
umjeren povratni depresijski poremećaj, umjeren vjetar, umjeren engleski, umjeren pojas, budi umjeren, umjeren rječnik grčki, umjeren na grčkom
Prijevodi
- umišljaj na grčkom - πρόθεση, προθέσεων, πρόθεσης, προθέσεως, πρόθεσή
- umišljenost na grčkom - ατμός, έπαρση, αλαζονεία, η έπαρση, οίηση
- umjerenost na grčkom - εγκράτεια, μετριοπάθεια, συγκράτηση, συγκράτηση των, μετριοπάθειας, συγκράτησης των
- umjestan na grčkom - σχετικές, συναφείς, συναφή, σχετική, σχετικό
Nasumične riječi
Umjeren na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: ξεμέθυστος, εύκρατος, εγκρατής, πράος, ήπιος, νηφάλιος, μέτριος, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Prijevodi: ξεμέθυστος, εύκρατος, εγκρατής, πράος, ήπιος, νηφάλιος, μέτριος, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο