Umnožavati na grčkom
Prijevod: umnožavati, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
γεννοβολώ, αναπαράγω, ράτσα, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
Drugi jezici
Povezane riječi: umnožavati
umnožavati rječnik grčki, umnožavati na grčkom
Prijevodi
- umni na grčkom - ψυχικός, πνευματικός, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές
- umnožavanje na grčkom - αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμός, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, τον πολλαπλασιασμό, του πολλαπλασιασμού
- umnožiti na grčkom - αύξηση, αυξάνω, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
- umobolan na grčkom - τρελός, τρελών, των τρελών, τρελοί, τρελλό
Nasumične riječi
Umnožavati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: γεννοβολώ, αναπαράγω, ράτσα, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
Prijevodi: γεννοβολώ, αναπαράγω, ράτσα, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν