Utjecati na grčkom
Prijevod: utjecati, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
πρόληψη, προκατάληψη, επιρροή, επενεργώ, επενέργεια, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: utjecati
utjecati na engleskom, utjecati ili uticati bosanski jezik, utjecati ili uticati, utjecati na podsvijest, utjecati engleski, utjecati rječnik grčki, utjecati na grčkom
Prijevodi
- utjecali na grčkom - επενεργώ, επιρροή, επενέργεια, κρούση, επηρεάζονται, επηρέασε, επηρεαστεί, ...
- utjecat na grčkom - επενεργώ, επιρροή, επενέργεια, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, ...
- utjeha na grčkom - παρηγοριά, παρηγορώ, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
- utjeloviti na grčkom - παριστάνω, ενσαρκώνουν, ενσωματώνουν, ενσαρκώσει, ενσωματώνει, ενσαρκώνει
Nasumične riječi
Utjecati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: πρόληψη, προκατάληψη, επιρροή, επενεργώ, επενέργεια, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Prijevodi: πρόληψη, προκατάληψη, επιρροή, επενεργώ, επενέργεια, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει