Uvećanje na grčkom
Prijevod: uvećanje, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
απολαβή, μεγέθυνση, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: uvećanje
uvećanje osnovne plaće, uvećanje plaće za noćni rad, uvećanje plaće za rad noću, uvećanje osobnog odbitka kao poreznu olakšicu, uvećanje osobnog odbitka, uvećanje rječnik grčki, uvećanje na grčkom
Prijevodi
- uvezati na grčkom - γραβάτα, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
- uvećaj na grčkom - φουσκώνω, εξογκώνω, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, enlarge, μεγεθύνετε
- uvećati na grčkom - μεγεθύνω, πολλαπλασιάζω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
- uvećavati na grčkom - μεγαλοποιώ, ανατινάζω, ανατινάξουν, ανατινάξει, να ανατινάξουν, την ανατίναξη
Nasumične riječi
Uvećanje na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: απολαβή, μεγέθυνση, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης
Prijevodi: απολαβή, μεγέθυνση, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης