Uvjerljiv na grčkom
Prijevod: uvjerljiv, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
εφικτός, κραταιός, πειστικός, αδιαμφισβήτητος, νοητός, πειστική, πειστικό, πειστικά, πειστικές
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: uvjerljiv
uvjerljiv eng, uvjerljiv govor, uvjerljiv english, uvjerljiv engleski, uvjerljiv rječnik grčki, uvjerljiv na grčkom
Prijevodi
- uvjerenost na grčkom - πειθώ, εξάρτηση, εμπιστοσύνη, εξάρτηση από, εξάρτησης, επίκληση
- uvjeriti na grčkom - βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, πείθω, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, ...
- uvjerljivo na grčkom - τελικά, πειστικά, πειστικό, πειστικό τρόπο, με πειστικό, με πειστικό τρόπο
- uvjet na grčkom - εάν, αν, κριτήριο, περιορισμός, όρος, περιστολή, ρήτρα, ...
Nasumične riječi
Uvjerljiv na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: εφικτός, κραταιός, πειστικός, αδιαμφισβήτητος, νοητός, πειστική, πειστικό, πειστικά, πειστικές
Prijevodi: εφικτός, κραταιός, πειστικός, αδιαμφισβήτητος, νοητός, πειστική, πειστικό, πειστικά, πειστικές