Uvjet na grčkom
Prijevod: uvjet, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
εάν, αν, κριτήριο, περιορισμός, όρος, περιστολή, ρήτρα, κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: uvjet
uvjet paralelnosti, uvjet tangencijalnosti, uvjet ili uvijet, uvjet okomitosti vektora, uvjet dodira, uvjet rječnik grčki, uvjet na grčkom
Prijevodi
- uvjerljiv na grčkom - εφικτός, κραταιός, πειστικός, αδιαμφισβήτητος, νοητός, πειστική, πειστικό, ...
- uvjerljivo na grčkom - τελικά, πειστικά, πειστικό, πειστικό τρόπο, με πειστικό, με πειστικό τρόπο
- uvjetan na grčkom - ονομαστικός, υπό όρους, όρους, αίρεση, εξαρτάται, εξαρτάται από
- uvjetni na grčkom - Υπό προϋποθέσεις, Υπό όρους, Προϋπόθεση, Δεσμευμένη, Conditional
Nasumične riječi
Uvjet na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: εάν, αν, κριτήριο, περιορισμός, όρος, περιστολή, ρήτρα, κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης
Prijevodi: εάν, αν, κριτήριο, περιορισμός, όρος, περιστολή, ρήτρα, κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης