Álló görögul

Fordítás: álló, Szótár: magyar » görög

Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
όρθιος, κύρος, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης
Álló görögul
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek

Kapcsolódó szavak: álló

álló boxzsák, állófogas, álló muskátli, állólámpa, álló porszívó, álló szótár görög, álló görögul

Fordítások

  • állítólagos görögul - φερόμενος, υποτιθέμενη, εικαζόμενη, φερόμενη, υποτιθέμενες, προβαλλόμενη
  • állítólagosan görögul - φέρεται, τους ισχυρισμούς, φέρεται να, υποτίθεται ότι, φέρεται ότι
  • álló-tag görögul - καρφί, κουμπί, ιπποτροφείο, μόνιμο μέλος, παλαιό μέλος, μόνιμου μέλους, μόνιμο μέλος και, ...
  • állódíszlet görögul - επίπεδος, διαμέρισμα, που αποτελείται από, αποτελείται από, αποτελούμενη από, αποτελούνται από, που αποτελούνται από
Véletlenszerű szavak
Álló görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: όρθιος, κύρος, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης