Újító görögul
Fordítás: újító, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμο, καινοτόμων, καινοτόμος
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: újító
újító mozgalom, újító típus, újító törekvések a közoktatásban, újító reformer, ajtó szinoníma, újító szótár görög, újító görögul
Fordítások
- újságírás görögul - δημοσιογραφία, Δημοσιογραφίας, τη δημοσιογραφία, της δημοσιογραφίας, η δημοσιογραφία
- újítás görögul - καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
- úszás görögul - κολυμπώ, κολύμπι, κολύμβηση, πισίνα, μπάνιο, κολύμβησης
Véletlenszerű szavak
Újító görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμο, καινοτόμων, καινοτόμος
Fordítások: καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμο, καινοτόμων, καινοτόμος