Acélozott görögul

Fordítás: acélozott, Szótár: magyar » görög

Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
ενανθρακωσης, περίπτωση ανθεκτικές, ανάχυτα σκληρυμένο, ανάχυτα σκληρυμένη, μια ανάχυτα σκληρυμένη
Acélozott görögul
Más nyelvek

Kapcsolódó szavak: acélozott

acélozott testek, acélozott szótár görög, acélozott görögul

Fordítások

  • acél görögul - ατσάλι, ατσαλένιος, χάλυβας, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
  • acélos görögul - χαλύβδινος, σκληρός, ατσάλινη, ατσάλινο, ατσαλένια
  • adag görögul - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
  • adakozás görögul - συνδρομή, γενναιοδωρία, γενναιοδωρίας
Véletlenszerű szavak
Acélozott görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: ενανθρακωσης, περίπτωση ανθεκτικές, ανάχυτα σκληρυμένο, ανάχυτα σκληρυμένη, μια ανάχυτα σκληρυμένη